- δωροληψία
- ητο να παίρνει κανείς δώρα, να δωροδοκείται, για να παραβεί το καθήκον του: Δικάστηκε για δωροληψία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δωροληψία — δωροληψίᾱ , δωροληψία taking of presents fem nom/voc/acc dual δωροληψίᾱ , δωροληψία taking of presents fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωροληψίᾳ — δωροληψίᾱͅ , δωροληψία taking of presents fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωροληψία — η (AM δωροληψία) αποδοχή δώρων για μεροληψία, δωροδοκία νεοελλ. αποδοχή δώρων που δεν συνεπάγεται ποινικό κολασμό … Dictionary of Greek
δωροληψίας — δωροληψίᾱς , δωροληψία taking of presents fem acc pl δωροληψίᾱς , δωροληψία taking of presents fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωροληψίαν — δωροληψίᾱν , δωροληψία taking of presents fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωροληψιῶν — δωροληψία taking of presents fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωροληψίαις — δωροληψία taking of presents fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εισόδημα — Ροή χρημάτων, αγαθών ή υπηρεσιών προς ένα πρόσωπο ή οικονομική μονάδα σε μια ορισμένη χρονική περίοδο. Συνήθως αποτελεί την απόδοση ή την ανταμοιβή ενός συντελεστή παραγωγής, όπως είναι ο μισθός για την εργασία, ο τόκος για το κεφάλαιο, το… … Dictionary of Greek
Βάκων — I (Ίλτσεστερ, Σόμερσετ 1214 – 1292;). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Άγγλου φιλόσοφου Ρότζερ Μπέικον (Roger Bacon). Σπούδασε στην Οξφόρδη και στο Παρίσι και γύρω στο 1252 μπήκε στο τάγμα των Φραγκισκανών μοναχών. Η κλίση του όμως προς την… … Dictionary of Greek
Ιμπν Χαλντούν — (Ibn Khaldun, Τύνιδα 1332 – Κάιρο 1406). Άραβας ιστορικός. Αναφέρεται και ως Ιμπν Καλντούν. Στο Μαρόκο είχε καταλάβει υψηλές θέσεις, φυλακίστηκε όμως από τον σουλτάνο, γιατί θεωρήθηκε ύποπτος για δωροληψία. Μετά τον θάνατο του σουλτάνου… … Dictionary of Greek